- κραυγα
- κραυγάἡ дор. Eur. = κραυγή См. κραυγη
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κραυγάσας — κραυγά̱σᾱς , κραυγάζω bay fut part act fem acc pl (doric) κραυγά̱σᾱς , κραυγάζω bay fut part act fem gen sg (doric) κραυγάσᾱς , κραυγάζω bay aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγάν — κραυγά̱ν , κραυγή crying fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγάς — κραυγά̱ς , κραυγή crying fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγάσαι — κραυγά̱σᾱͅ , κραυγάζω bay fut part act fem dat sg (doric) κραυγάζω bay aor inf act κραυγάσαῑ , κραυγάζω bay aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμπασος — κόμπασος, ὁ (Α) κομπαστής, καυχηματίας, καυχησιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομπά ζω + σος (πρβλ. κραύγα σος, μέθυ σος)] … Dictionary of Greek